- σάμκια
- Ένα από τα ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, που, μαζί με τη γιόγκα –με την οποία μοιράζεται τη θεωρητική σπουδαιότητα και από την οποία διακρίνεται κυρίως για την άρνηση μιας προσωπικής θεότητας -ξεκινά από την αποδοχή της ύπαρξης δύο αντίθετων και αιώνιων ουσιών: της πρακρίτι, ύλης ή natura naturans, λειτουργικής βάσης του φυσικού και ψυχικού γίγνεσθαι, δηλαδή της απόλυτης δυνητικότητας, και της πούρουσα, της συνείδησης, της ακίνητης και σκεπτόμενης ψυχής, του καθαυτού κέντρου της προσωπικότητας. Μολονότι έχει πανάρχαια προέλευση, η σ. συστηματοποιήθηκε μόνο τον 4o αι. μ.Χ., με τη σάμκια - καρίκα (σύντομη έκθεση της σ.) του Ισβαρακρίσνα (Ινδία, φιλοσοφία).
Dictionary of Greek. 2013.